- εγκοίμηση
- ητο να κοιμάται κανείς μέσα σε ιερό χώρο, για να θεραπευτεί ή για να δει όνειρα πού θα του αποκαλύψουν το μέλλον του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγκοίμηση — η (Α ἐγκοίμησις) το να κοιμάται κανείς μέσα σ έναν χώρο αρχ. το να κοιμάται κανείς μέσα σε ιερό … Dictionary of Greek
ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… … Dictionary of Greek